- ζέφυρος
- Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αστραίου και της Ηούς. Από την άρπυια Ποδάργη είχε αποκτήσει τα άλογα του Αχιλλέα, Ξάνθο και Βέλιο, και από τη Χλωρίδα τον Καρπό. Σύμβολό του ήταν το άλογο και στις παραστάσεις του εικονίζεται φτερωτός. Ουσιαστικά, πρόκειται για προσωποποίηση του δυτικού ή βορειοδυτικού ανέμου, του γνωστού και ως πουνέντε. Τον λάτρευαν σε πολλά μέρη της Ελλάδας, όπως και άλλους τρεις ανέμους. Στην Αθήνα υπήρχε βωμός του στην Ιερά Οδό.
* * *ο (AM ζέφυρος)ο άνεμος που πνέει από δυτικά, ο δυτικός άνεμοςαρχ.1. ο βορειοδυτικός άνεμος («Βορρῆς καὶ Ζέφυρος, τῷ τε Θρῂκηθεν ἄητον», Ομ. Ιλ.)2. (γενικά) κάθε άνεμος που πνέει από το βόρειο ημισφαίριο3. ο νοτιοδυτικός άνεμος.[ΕΤΥΜΟΛ. Οπωσδήποτε η λέξη συνδέεται με το ζόφος*, ενώ το -υ- οδηγεί στην υπόθεση ενός ουδ. *ζέφος].
Dictionary of Greek. 2013.